- κοιλιοκάκη
- ηιατρ. διαταραχή τής εντερικής απορρόφησης λόγω δυσανεξίας στη γλουτένη, η οποία παρατηρείται προπαντός στα βρέφη και προκαλεί κυρίως υπερβολική διάρροια, κοιλιακό μετεωρισμό και υποθρεψία.[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου και αντιδάνεια λ. ως προς το α' συνθετικό της, πρβλ. αγγλ. celiac disease. To μεν celiac (πρβλ. κοιλιακός) μεταφέρεται ως α' συνθετικό κοιλιο-, ενώ το disease αποδίδεται ως -κάκη].
Dictionary of Greek. 2013.